- δραπετίδης
- δραπετίδης, ο (Α)ο δραπέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραπετίδας — δρᾱπετίδᾱς , δραπετίδης masc acc pl δρᾱπετίδᾱς , δραπετίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek